- μεγαλοειδῶς
- μεγᾰλο-ειδῶς, Adv.A on a large scale,
οἱ τὰ σώματα διηρθρωμένοι μ. Philostr.Gym.36
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἱ τὰ σώματα διηρθρωμένοι μ. Philostr.Gym.36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλοειδώς — μεγαλοειδῶς (Α) επίρρ. σε μεγάλη κλίμακα, ευρέως … Dictionary of Greek
μεγαλοειδῶς — on a large scale indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek